- ανήφαιστος
- ἀνήφαιστος, -ον(Α)φρ. «ἀνήφαιστον πῡρ» — η φωτιά της διαμάχης (που δεν είναι η πραγματική φωτιά του Ηφαίστου).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνηφαίστῳ — ἀνήφαιστος that is no fire masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηφαίστωι — ἀνηφαίστῳ , ἀνήφαιστος that is no fire masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)